κούτελο — το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτελίτης — ο [κούτελο] πολύ δυνατό ή νοθευμένο κρασί που χτυπάει στο κούτελο, στο κεφάλι … Dictionary of Greek
φουσκοκούτελος — η, ο, Ν αυτός που έχει φουσκωτό κούτελο, εξογκωμένο, κυρτό μέτωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ ώνω + συνδ. φωνήεν ο + κούτελο] … Dictionary of Greek
ανοιχτοκουτελάτος — η, ο αυτός που έχει πλατύ μέτωπο, μεγάλο κούτελο … Dictionary of Greek
δρύφακτο — το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο) ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα νεοελλ. 1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο … Dictionary of Greek
κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… … Dictionary of Greek
κουτουλώ — άω, και κουτουλίζω 1. (για ζώα) χτυπώ ή έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα 2. χτυπώ με το κεφάλι 3. είμαι βλάκας 4. (στον τ. κουτουλώ) πάω στα τυφλά 5. φρ. «κουτουλάω από τη νύστα» νυστάζω πολύ και γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω.… … Dictionary of Greek
κουτρούβι(ν) — κουτρούβι(ν), τὸ (Μ) είδος πήλινου δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρούφι (διαλεκτ. τ. τού κροτάφων, υποκορ. τού κρόταφος), με ηχηροποίηση (φ>β). Για τη μεταφορά σημ. από «τμήμα κεφαλιού» σε «είδος δοχείου» και το αντίστροφο βλ. και κούτελο] … Dictionary of Greek
κούτρα — η 1. το μέτωπο, το κούτελο 2. συνεκδ. το κεφάλι 3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει β) «κατεβάζει η κούτρα του» είναι έξυπνος 4. παροιμ. «αλί που τό χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» τα φυσικά ελαττώματα δεν… … Dictionary of Greek
μπάλιος — ια, ιο (Μ μπάλιος, ία, ον) νεοελλ. (για πρόβατα) αυτός που έχει άσπρο μαλλί, ασπρόμαλλος, ή άσπρο κεφάλι, ασπροκέφαλος μσν. (για άλογα) αυτός που έχει άσπρο κούτελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. ρουμ. baliŭ. Κατ άλλους < αλβ. balio, ενώ θεωρείται… … Dictionary of Greek